-
1 αὖτις
a again, once more.προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι P. 4.273
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.104
ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν i. e. from the dead N. 8.44νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39
b further, and again (Cheiron reared Jason, then Asklepios) νύμφευσε δ' αὖτις ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (Boeckh: αὖθις codd.) N. 3.56 -
2 νυμφεύω
1 arrange a marriage for νύμφευσε δ' αὖτις ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (sc. Χείρων, who arranged the marriage between Peleus and Thetis) N. 3.56
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский